Δαίδαλ'

Δαίδαλ'
Δαίδαλα , Δαίδαλος
cunningly
neut nom/voc/acc pl
Δαίδαλε , Δαίδαλος
cunningly
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαίδαλ' — δαίδαλα , δαίδαλος cunningly neut nom/voc/acc pl δαίδαλε , δαίδαλος cunningly masc/fem voc sg δαίδαλε , δαιδάλλω work cunningly aor imperat act 2nd sg δαίδᾱλαι , δαιδάλλω work cunningly aor imperat mid 2nd sg (doric) δαίδαλε , δαιδάλλω work… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

  • κλωμακόεις — κλωμακόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος πέτρες, τραχύς, πετρώδης («Ἰθώμην κλωμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶμαξ, κος «σωρός από πέτρες» + κατάλ. όεις (πρβλ. δαιδαλ όεις, κυματ όεις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”